ἐξέπεμψα

ἐξέπεμψα
ἐκπέμπω
send out
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκπέμπω — εξέπεμψα, μτβ. 1. (για πρόσωπα), στέλνω κάποιον μακριά, τον ξαποστέλνω. 2. (για πράγματα), βγάζω από μέσα μου, ρίχνω κάτι μακριά μου, διαχέω: Ο ήλιος εκπέμπει φως και θερμότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξέπεμψ' — ἐξέπεμψα , ἐκπέμπω send out aor ind act 1st sg ἐξέπεμψε , ἐκπέμπω send out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπέμπω — εκπέμπω, εξέπεμψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”